αλέτρι

αλέτρι
Βλ. λ. άροτρο.
* * *
το
1. γεωργικό εργαλείο για την καλλιέργεια τής γης, το άροτρο*
2. το μέρος τού αλετριού που αποτελεί τη βάση τού εργαλείου αυτού, στο άκρο τού οποίου εφαρμόζεται το υνί (αλετροπόδι)
3. αλέτρισμα, όργωμα
4. ο αστερισμός τής Μεγάλης Άρκτου
5. φρ. «μπήκε στ' αλέτρι», καταπιάστηκε με σκληρή ή μονότονη δουλειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το αρχ. ουσ. ἄροτρον > υποκορ. ἀρότριον > ἀρότρι > ἀρέτρι (με τροπή τού ο σε ε) > αλέτρι με ανομοίωση.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλετράκι, αλετράς, αλετριά, αλετρίδα, αλετρίζω.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλετρόδεμα, αλετροκουρούνα, αλετροκράτημα, αλετροουρά, αλετρόπιασμα, αλετροπόδι, αλετρόχερη, αλετροχέρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλέτρι — το ιού, το άροτρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἀλετρίβανον — ἀλετρί̱βανον , ἀλετρίβανος pestle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλετρίβανον — ἀλετρί̱βανον , ἀλετρίβανος pestle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλετρίβανος — ἀλετρί̱βανος , ἀλετρίβανος pestle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλετρίβανον — ἀλετρί̱βανον , ἀλετρίβανος pestle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλετρίβανος — ἀλετρί̱βανος , ἀλετρίβανος pestle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • αλετράκι — το [αλέτρι] μικρό αλέτρι …   Dictionary of Greek

  • αλετρεύω — (I) ἀλετρεύω (Α) [ἀλετρίς] αλέθω. (II) οργώνω με αλέτρι, αλετρίζω, οργώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι ή απευθείας από το αρχ. ἀροτρεύω, με αφομοιωτική τροπή του ο σε ε και ανομοιωτική τροπή τού ρ σε λ . ΠΑΡ. νεοελλ. αλετρευτής] …   Dictionary of Greek

  • αλετριά — η [αλέτρι] αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι, αυλακιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”